- πολύχους
- -ουν, και πολύχοος, και πουλύχοος, -οον, ή πολυχόοος, -όον, Α1. αυτός που χύνει ή που παράγει πολλά2. (για καρπούς, σπαρτά και ζώα) γόνιμος («το καταβληθέν πολύχουν ἀποδίδωσιν», Ιώσ.)3. αυτός που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, αυτός που μπορεί να διαχυθεί και να λάβει μεγάλη έκταση, άφθονος («πολύχους κόπρος», Ηράκλ.)4. πολυειδής, ποικίλος («πολύχουν τὸ τῶν φυτῶν γένος», Θεόφρ.)5. συχνός, συνήθης, όχι σπάνιος («πολύχουν κακία, σπάνιον δ' ἡ ἀρετή», Φίλ.)6. μτφ. (για συγγραφέα ή ρήτορα) γόνιμος («τῶν καθ' αὑτὸν πολυχούστατος», Φιλόδ.)7. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύχουν και πολύχοον ἡ πολυχόονη ποικιλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + χόος / χοῦς (< χέω), πρβλ. ολιγό-χους].
Dictionary of Greek. 2013.